- χειρούργηση
- [-ις (-εως)] η оперирование, операция
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χειρούργηση — η, Ν χειρουργική επέμβαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρουργώ. Η λ., στον πληθ. χειρουργήσεις, μαρτυρείται από το 1851 στον Γ. Πρινάρη] … Dictionary of Greek
χειρούργηση — η χειρουργική επέμβαση, εγχείρηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειρουργικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χειρούργο ή στη χειρούργηση: Έκαμε μια χειρουργική επέμβαση που πέτυχε απόλυτα. 2. το θηλ. ως ουσ., χειρουργική (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)